- φιλόκοπρος
- φῐλό-κοπρος, ον,A requiring manure, Thphr.HP2.7.1, 6.7.6;
ζῷον Gp.12.9.2
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ζῷον Gp.12.9.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φιλόκοπρος — ον, ΜΑ μσν. 1. αυτός που κοπρίζει συχνά («φιλόκοπρον ζῷον», Γεωπ.) 2. μτφ. αυτός που ευαρεστείται με καθετί το κακό και μιαρό («φιλόκοπροι δαίμονες», Ιω. Κλίμ.) αρχ. (για αγρούς) αυτός που απαιτεί κοπριά, που έχει ανάγκη από λίπασμα. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
φιλόκοπρον — φιλόκοπρος requiring manure masc/fem acc sg φιλόκοπρος requiring manure neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόκοπρα — φιλόκοπρος requiring manure neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)